- στιχομετρία
- ηαρίθμηση στίχων κατά πεντάδες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στιχομετρία — η, ΝΑ 1. η αρίθμηση τών στίχων ενός κειμένου, ιδίως κατά πεντάδες και η σημείωση τών αριθμών στο περιθώριο 2. εκκλ. πινάκιο στο οποίο είναι εκτεθειμένο το μέτρο τών στίχων όλων τών βιβλίων τής Παλαιάς και τής Καινής Διαθήκης 3. φρ. α) «ολική… … Dictionary of Greek
στιχομετρικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στιχομετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στιχομετρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στην εφημερίδα Αθήναιον] … Dictionary of Greek
VERSUS — Latinis, ut ςτίχος Graecis, linea dicta est quaecumque in pagina praeducta, sive sententiam impleret, sive impersectam relinqueret in sequenri linea, aut etiam tertia vel quarta, absolvendam. Quarum linearum rationem habebant Veteres, Graeci… … Hofmann J. Lexicon universale
-μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… … Dictionary of Greek